πιδακόεις

πιδακόεις
-εσσα, -εν, Α
1. γεμάτος από πηγές, από αναβρύστρες («Ἄσκρην, ἥ θ' Ἑλικῶνα ἔχει πόδα πιδακόεντα», Ηγησίν.)
2. αυτός που αναβλύζει σαν πηγή («τάκομαι ὡς πετρίνα πιδακόεσσα λιβάς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδαξ, -ακος + κατάλ. -όεις*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πιδακόεντα — πῑδακόεντα , πιδακόεις full of springs neut nom/voc/acc pl πῑδακόεντα , πιδακόεις full of springs masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • πιδακώδης — ες, Α [πίδαξ, ακος] 1. πιδακόεις*, γεμάτος από πηγές («πιδακώδεις τόποι τῆς γῆς», Πλούτ.) 2. φρ. «πιδακώδης σάρξ» (για τους μαστούς τής γυναίκας) σάρκα που αναβλύζει το γάλα σαν πηγή (Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • πιδακοέσσης — πῑδακοέσσης , πιδακόεις full of springs fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιδακόεσσα — πῑδακόεσσα , πιδακόεις full of springs fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιδακόεσσαν — πῑδακόεσσαν , πιδακόεις full of springs fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”